αχτιδοβόλος
Смотреть что такое "αχτιδοβόλος" в других словарях:
ακτινοβόλος — α, ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, ον) αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς ( ίνα) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκτινοβολία] … Dictionary of Greek